κρησερίτης

κρησερίτης
κρησερ-ίτης [ῑ] ἄρτος, , bread
A of sifted flour, Diph.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρησερίτης — κρησερίτης, ὁ (Α) φρ. «κρησερίτης ἄρτος» ψωμί παρασκευασμένο από λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι, κρησαριστό ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρησέρα + κατάλ. ίτης (πρβλ. κλιβαν ίτης, φουρν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κρησερίτας — κρησερίτᾱς , κρησερίτης of sifted flour masc acc pl κρησερίτᾱς , κρησερίτης of sifted flour masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”